- υπερέκθεση
- [-ις (-εως)] η фото передержка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπερέκθεση — η, Ν [έκθεση] (φωτογρ.) έκθεση φωτογραφικής πλάκας στο φως περισσότερο από τον κανονικό χρόνο … Dictionary of Greek